ἀφαιρεῖται

ἀφαιρεῖται
ἀφαιρέω
take away from
pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)
ἀφαιρέω
take away from
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρωματογραφία — Το σύνολο των μεθόδων, οι οποίες, με την εκμετάλλευση χημικοφυσικών φαινομένων, επιτρέπουν τον διαχωρισμό και την αναγνώριση των διαφόρων συστατικών ενός μείγματος ή ενός διαλύματος. Η πρώτη χρωματογραφική μέθοδος βασιζόταν σε τεχνάσματα, με τα… …   Dictionary of Greek

  • отимати — ОТИМА|ТИ 2 (6*), Ю, ѤТЬ гл. 1. Отнимать, брать насильно: даже которыи кнѧзь по моѥмь кнѧжении почьнеть хотѣти ѿ˫ати ѹ ст҃го геѡрги˫а. а б҃ъ бѹди за тѣмь и ст҃а˫а б҃ца и тъ ст҃ыи геѡргии ѹ него то ѡтимаѥть. Гр 1130; в домы ѹб҃ыхъ влазите. обидите… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отънимати — ОТЪНИМА|ТИ (7*), Ю, ѤТЬ гл. Забирать, отнимать: а по моемъ животе которыи кнзь иметь ѿнимати судить ему ста троца. [так!] да будеть проклѧтъ. Гр 1377–1387 (2, полоцк.); а хто иметь ѿнимати. ѿ ст҃оѥ тр(о)ци… да бѹдеть проклѧтъ. Там же; всего ми… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • погоубити — ПОГОУБ|ИТИ (665), ЛЮ, ИТЬ гл. 1.Уничтожить, погубить; разорить чтол.: аще не идеши ни послѹшаѥши имѣниѥ твоѥ погѹблю и хлѣвинѹ пожьгѹ. ЧудН XII, 73г; По сихъ же… ишедъ море ѿ предѣлъ своихъ… вси многы и села погѹбивъ, чл҃вкъ же бе щисла потопивъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PLANCTAE — insulae maris Euxini, apud os, quae et Cyaneae. Herodot. l. 4. Ε῎πλεε ἐπὶ τὰς Κυανἐας καλευμένας, τὰς πρότεροι Πλαγκτὰς Ε῞λληνές φαςιν εἶναι. Scylax Caryand. Αὗται δὲ αἱ Κυανέαι, ἅς λέγουςιν οἱ Ποιηταὶ Πλαγκτὰς πάλαι εἶναι, καὶ διὰ τούτων πρώτην… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έκδυμα — το (AM ἔκδυμα) ό,τι αφαιρείται ή αποβάλλεται, κυρίως το δέρμα, το πουκάμισο τού φιδιού μσν. πτώμα …   Dictionary of Greek

  • έκπτωση — η (AM ἔκπτωσις) 1. πτώση προς τα έξω 2. πτώση προς τα κάτω 3. ηθική ή κοινωνική μείωση μσν. νεοελλ. 1. αφαίρεση αξιώματος, βαθμού, εξουσίας 2. ελάττωση τής τιμής εμπορεύματος ή τού πληρωτέου ποσού σε λογαριασμούς νεοελλ. 1. στέρηση δικαιωμάτων ή… …   Dictionary of Greek

  • αδένωμα — Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους… …   Dictionary of Greek

  • αλκύλιο — Ομάδα ατόμων που δεν υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση και προέρχεται με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από τους υδρογονάνθρακες του γενικού τύπου CnH2n+2, που περιέχουν δηλαδή στο μόριό τους n άτομα άνθρακα και (2n+2) άτομα υδρογόνου. Κάθε α.… …   Dictionary of Greek

  • αποθείωση — Διαδικασία με την οποία ελαττώνεται ή αφαιρείται το θείο ή θειούχες ενώσεις από διάφορες ουσίες. Η α. έχει ιδιαίτερη σημασία στη μεταλλουργία, στην οινολογία και στη διύλιση των πετρελαίων. Στην πρώτη περίπτωση επιδιώκεται αφαίρεση του θείου από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”